φρούτο

φρούτο
το, Ν
1. οπώρα, καρπός
2. επιδόρπιο («τρώγεται ως φρούτο»)
3. φρ. «τί φρούτο είναι πάλι αυτό;»
ειρων. δηλώνει δυσάρεστη, συνήθως, έκπληξη μπροστά σε κάτι απροσδόκητο που προκύπτει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frutto < λατ. fructus «καρπός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φρούτο — το (λ. ιταλ.), οπωρικό, καρπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • Liste Swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • Liste swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • βερίκοκο — το (Μ βερίκοκ(κ)ον και βερίκουκον και βερικόκ(κ)ιον και βιροκόκιον) ο καρπός της βερικοκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειες λέξεις, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι τα μσν. βερίκοκκον / βερικόκκιον αποτελούν μεταπλασμένους τύπους < πραικόκιον < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • εκπύρηνος — η, ο (για φρούτο) αυτός που ξεκολλά εύκολα από το κουκκούτσι …   Dictionary of Greek

  • ζαρταλούδι — το η ζερδελιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. zardalu (> τουρκ. zerdali «άγριο βερίκοκο») το οποίο είναι σύνθετο από zard «κίτρινος, χρυσαφής» + ālū «φρούτο»] …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κρουστός — ή, ό (AM κρουστός, ή, όν) [κρούω] (για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με κρούση νεοελλ. 1. (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, πυκνός, πυκνοϋφασμένος 2. (για φρούτο) τραγανός, σκληρός («κρουστό σταφύλι», Παλαμ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”